-
1 ενιστρέφεται
-
2 ἐνιστρέφεται
См. также в других словарях:
ἐνιστρέφεται — ἐνστρέφω turn in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενιστρέφεται
2 ἐνιστρέφεται
ἐνιστρέφεται — ἐνστρέφω turn in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)