-
1 ενζευγνυμι
1) досл. впрягать2) перен. связывать(ἄρθρα ποδοῖν Soph.)
3) обрекать(τινὰ ταῖς ἀνάγκαις и ἐν πημοσύναις Aesch.)
См. также в других словарях:
ενζεύγνυμι — ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) [ζεύγνυμι] 1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω 2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τόν εμπλέκω μέσα σε… … Dictionary of Greek
ἐνζεύξομεν — ἐνζεύγνυμι yoke aor subj act 1st pl (epic) ἐνζεύγνυμι yoke fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεζεῦχθαι — ἐνζεύγνυμι yoke perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνζεῦξαι — ἐνζεύγνυμι yoke aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιζευχθέντες — ἐνζεύγνυμι yoke aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέζευγμαι — ἐνζεύγνυμι yoke perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέζευξας — ἐνζεύγνυμι yoke aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
ἐνζεύξας — ἐνζεύξᾱς , ἐνζεύγνυμι yoke aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιζεύξας — ἐνιζεύξᾱς , ἐνζεύγνυμι yoke aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)