Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐνεύδω

См. также в других словарях:

  • ενεύδω — ἐνεύδω (Α) [εύδω] κοιμάμαι μέσα ή πάνω σε κάτι («χλαῑναν... καὶ κώεα, τοῑσιν ἐνευδεν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐνεύδει — ἐνεύδω sleep in pres ind mp 2nd sg ἐνεύδω sleep in pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεῦδε — ἐνεύδω sleep in imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεῦδεν — ἐνεύδω sleep in imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεύδειν — ἐνεύδω sleep in pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»