-
1 ενετήσι
-
2 ἐνετῇσι
-
3 ενετήισι
ἐνετῇσι, ἐνετήpin: fem dat pl (epic ionic)ἐνετῇσι, ἐνετόςinserted: fem dat pl (epic ionic) -
4 ἐνετῆισι
ἐνετῇσι, ἐνετήpin: fem dat pl (epic ionic)ἐνετῇσι, ἐνετόςinserted: fem dat pl (epic ionic) -
5 κατωμαδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωμαδόν
См. также в других словарях:
ἐνετῇσι — ἐνετή pin fem dat pl (epic ionic) ἐνετός inserted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆισι — ἐνετῇσι , ἐνετή pin fem dat pl (epic ionic) ἐνετῇσι , ἐνετός inserted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενετή — η (Α ἐνετή) [ενίημι] νεοελλ. 1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα 2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος αρχ. περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη («χρυσείῃς δ ἐνετῇσι κατά… … Dictionary of Greek