-
1 ενετίλατο
-
2 ἐνετίλατο
См. также в других словарях:
ἐνετίλατο — ἐνετί̱λατο , ἐν τίλλω b. aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενετίλατο
2 ἐνετίλατο
ἐνετίλατο — ἐνετί̱λατο , ἐν τίλλω b. aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)