-
1 ἐμφαγεῖν
A eat, Eub.89, J.AJ9.4.5, Plu.Tim.12, Ael.NA5.29, Luc.Nigr.22; esp. in X., eat hastily, 'snatch a bite',ἐμφαγόντες ὅ τι δύναιντο HG 4.5.8
; , cf. Cyr.7. 1.1, 8.1.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφαγεῖν
См. также в других словарях:
εμφαγείν — ἐμφαγεῑν (AM) (τού άχρ. ρήμ. ἐνεσθίω μόνο ο αόρ. β ἐνέφαγον, ἐμφαγεῑν, ἐμφαγών, οῡσα, όν χρησιμοποιούνται) 1. αντί τού απλού φαγεῑν 2. κυρίως φαγεῑν ἐν σπουδῇ, να φάνε βιαστικά, στο πόδι («ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι», Ξεν.) 3. τρώγω… … Dictionary of Greek