-
1 ἐνεσθίω
-
2 ἐμ-φαγεῖν
См. также в других словарях:
εμφαγείν — ἐμφαγεῑν (AM) (τού άχρ. ρήμ. ἐνεσθίω μόνο ο αόρ. β ἐνέφαγον, ἐμφαγεῑν, ἐμφαγών, οῡσα, όν χρησιμοποιούνται) 1. αντί τού απλού φαγεῑν 2. κυρίως φαγεῑν ἐν σπουδῇ, να φάνε βιαστικά, στο πόδι («ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι», Ξεν.) 3. τρώγω… … Dictionary of Greek