Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνεργῷ

  • 1 ενεργώ

    ἐνεργέω
    to be in action: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐνεργέω
    to be in action: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐνεργέω
    to be in action: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἐνεργέω
    to be in action: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    ἐνεργός
    at work: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)
    ——————
    ἐνεργός
    at work: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ενεργώ

  • 2 ενεργώ

    (ε) μετ.
    1) действовать, поступать;

    ενεργώ με περίσκεψη (από κοινού με κάποιον) — действовать осторожно (сообща с кем-л.);

    ενεργώ απερίσκεφτα ( — или άσκεφτα) — поступать опрометчиво, необдуманно;

    2) стараться; добиваться;

    ενεργώ να διορισθώ — добиваться назначения;

    ενεργώ δικαστικώς — обращаться в суд;

    3) осуществлять, проводить, производить;

    ενεργώ διαγωνισμό (εκλογές) — проводить конкурс (выборы);

    ενεργώ επίθεση — вести наступление;

    ενεργώ επιθεώρηση — проводить смотр, инспектировать;

    ενεργώ σύλληψη — производить арест, арестовывать;

    ενεργώ κατά- σχεση — налагать арест (на имущество);

    ενεργώ έγγραφο — дать ход документу, исполнять документ;

    4) слабить (о лекарстве, пище)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενεργώ

  • 3 ἐνεργῶ

    Βλ. λ. ενεργώ

    Morphologia Graeca > ἐνεργῶ

  • 4 ἐνεργῷ

    Βλ. λ. ενεργώ

    Morphologia Graeca > ἐνεργῷ

  • 5 ενεργώ

    [энэрго] р. действовать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενεργώ

  • 6 ενεργώ

    [энэрго] ρ действовать.

    Эллино-русский словарь > ενεργώ

  • 7 ενεργώ

    agir

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ενεργώ

  • 8 ενεργώ

    1) działać czas.
    2) postępować czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > ενεργώ

  • 9 ενεργώ

    1) jednat
    2) působit

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > ενεργώ

  • 10 ενεργώ

    act

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ενεργώ

  • 11 postępować

    ενεργώ

    Słownik polsko-grecki > postępować

  • 12 действовать

    действовать
    несов
    1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:
    \действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον
    2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):
    у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·
    3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:
    \действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·
    4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):
    \действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·
    5. (о законе и т. п.) ἰσχύω.

    Русско-новогреческий словарь > действовать

  • 13 действовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, ρ.δ.
    1. ενεργώ, δρω, πράττω•

    осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)•

    действовать в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του εχθρού•

    действовать сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο•

    действовать сообща ενεργώ από κοινού.

    2. λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι•

    машина хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει•

    телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει•

    у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι.

    || ισχύω μπαίνω σε ισχύ.
    3. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω•

    действовать ножом χρησιμοποιώ το μαχαίρι•

    действовать убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές•

    действовать логтями σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι.

    4. επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή• ισχύω•

    действовать на нервы επιδρώ στα νεύρα•

    -ет новый закон ισχύει ο νέος νόμος.

    || κάνω εντύπωση•

    пафос оратора -л на аудиторию το πάθος του ρήτορα επιδρούσε στο ακροατήριο.

    Большой русско-греческий словарь > действовать

  • 14 действовать

    1. (поступать, выступать в каком-л. качестве) ενεργώ, δρω, πράττω, ενεργώ (ως), εμφανίζομαι (ως) 2. (функциони-ровать) ενεργώ, δρω, δουλεύω, λειτουργώ, ισχύω 3. (применять что-л.) χρησιμοποιώ Доказывать влияние, действие) επιδρώ 5. (ο документе, соглашении) ισχύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > действовать

  • 15 поступить

    поступить
    несов
    1. ἐνεργώ, φέρομαι:
    \поступить опрометчиво ἐνεργώ ἄσκεφτα· \поступить плохо с кем-л. φέρομαι ἄσχημα σέ κάποιον \поступить по-сво́ему ἐνεργώ ὅπως ἐγώ νομίζω·
    2. (на службу и т. п.) μπαίνω, είσέρχομαι:
    \поступить в университет ἐγγράφομαι στό πανεπιστήμιο· \поступить в школу ἀρχίζω νά πηγαίνω σχολείο·
    3. (о заявлении и т. п.) φθάνω, λαμβάνομαι· ◊ \поступить в чье-л. распоряжение τίθεμαι είς τήν διάθεσιν κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > поступить

  • 16 поступить

    -ступлю, -ступишь
    ρ.σ.
    1. ενεργώ φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι -поступить правильно ενεργώ σωστά•

    поступить осторожно ενεργώ προσεχτικά (επιφυλαχτικά)•

    он -ил дурно в этом деле αυτός φέρθηκε σαν βλάκας σ αυτήν την υπόθεση•

    поступить хорошо с кем-н. φέρνομαι καλά σε κάποιον•

    поступить великодушно φέρνομαι-μεγαλόψυχα.

    2. πιάνω δουλειά, μπαίνω, εισέρχομαι•

    поступить на фабрику πιάνω δουλειά στη φάμπρικα•

    поступить в уни-верситт εισάγομαι στο πανεπιστήμιο•

    поступить в школу πρωτοπηγαίνω στο σχολείο•. поступить на службу μπαίνω στην υπηρεσία.

    3. φτάνω, έρχομαι•

    раненые -ли в госпитал οι τραυματίες έφτασαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο•

    -ли жалобы ήρθαν παράπονα.

    || περιέρχομαι, περνώ•

    на-сддство -ло в казну η κληρονομιά περιήλθε στο δημόσιο ταμείο.

    || πηγαίνω•

    сырь -ло в обработку οι πρώτες ύλες πήγαν για επεξεργασία.

    παραιτούμαι από κάτι, απαρνούμαι αποποιούμαι υποχωρώ, ενδίδω,παραχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > поступить

  • 17 действовать

    действовать 1) ενεργώ, δρω 2) (функционировать) λειτουργώ 3) (оказывать действие) επιδρώ· лекарство хо рошо \действоватьует το φάρμακο κάνει καλά 4) юр. ισχύω
    * * *
    1) ενεργώ, δρω
    2) ( функционировать) λειτουργώ

    лека́рство хорошо́ де́йствует — το φάρμακο κάνει καλά

    4) юр. ισχύω

    Русско-греческий словарь > действовать

  • 18 поступать

    поступать, поступить 1) (действовать) ενεργώ, φέρνομαι 2) (куда-л.) μπαίνω, εισάγομαι· \поступать в школу εισάγομαι στο σχολείο
    * * *
    = поступить
    1) ( действовать) ενεργώ, φέρνομαι
    2) (куда-л.) μπαίνω, εισάγομαι

    поступа́ть в шко́лу — εισάγομαι στο σχολείο

    Русско-греческий словарь > поступать

  • 19 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 20 исподтишка

    исподтишка
    нареч στά κρυφά, στά ὕπουλα, ἀπαρατήρητα:
    действовать \исподтишка ἐνεργώ στά ὕπουλα, ἐνεργώ στά κρυφά· смеяться \исподтишка κρυφογελώ.

    Русско-новогреческий словарь > исподтишка

См. также в других словарях:

  • ενεργώ — ενεργώ, ενήργησα (σπάν. ενέργησα) βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • ενεργώ — ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ. 1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο. 2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις. 3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνεργῶ — ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργῷ — ἐνεργός at work masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαμινεύω — ενεργώ νέα καμίνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καμινεύω. ΠΑΡ. ανακαμίνευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κων. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] …   Dictionary of Greek

  • εφεσιβάλλω — ενεργώ έφεση εναντίον αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου για μεταβίβαση τής υποθέσεως σε ανώτερο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεσις + βάλλω. Η λ. μαρτυρείται στον Παναγ. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • κατάσχω — ενεργώ κατάσχεση, δημεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. κατά σχω τού ρ. κατ έχω. Κατ άλλη άποψη < κατάσχεση υποχωρητικά, η οποία δημιούργησε αρχικά έναν αόρ. κατάσχησα κι αυτός με τη σειρά του τον ενεστ. κατάσχω κατά το σχήμα πάσχησα: πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • παρασκοτίζω — ενεργώ με τρόπο ενοχλητικό εις βάρος άλλου κουράζοντάς τον …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»