-
1 ενεργήσετε
ἐνεργέωto be in action: aor subj act 2nd pl (epic)ἐνεργέωto be in action: fut ind act 2nd plἐνεργέωto be in action: aor subj act 2nd pl (epic)ἐνεργέωto be in action: fut ind act 2nd pl -
2 ἐνεργήσετε
ἐνεργέωto be in action: aor subj act 2nd pl (epic)ἐνεργέωto be in action: fut ind act 2nd plἐνεργέωto be in action: aor subj act 2nd pl (epic)ἐνεργέωto be in action: fut ind act 2nd pl
См. также в других словарях:
ἐνεργήσετε — ἐνεργέω to be in action aor subj act 2nd pl (epic) ἐνεργέω to be in action fut ind act 2nd pl ἐνεργέω to be in action aor subj act 2nd pl (epic) ἐνεργέω to be in action fut ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek