Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνεργήσει

  • 1 ενεργήσει

    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind mid 2nd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 3rd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind mid 2nd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ενεργήσει

  • 2 ἐνεργήσει

    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind mid 2nd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 3rd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind mid 2nd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐνεργήσει

  • 3 προσήκον

    το нужное, необходимое, подобающее, должное;

    η διεύθυνσης θα ενεργήσει τα προσήκοντα — дирекция поступит должным образом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσήκον

  • 4 υποβάλλω

    (αόρ. υπέβαλα и υπέβαλον, παθ. αόρ. υποβλήθηκα и υπεβλήθην) μετ.
    1) подавать, представлять (в письменном виде);

    υποβάλλω αίτηση — подавать заявление;

    υποβάλλω παραίτηση — подавать в отставку;

    υποβάλλω τό έργο μου στον διαγωνισμό — подавать свою работу на конкурс;

    2) предлагать, вносить на рассмотрение, утверждение; выдвигать, выставлять (кандидатуру);

    υποβάλλ νομοσχέδιο — вносить законопроект;

    3) подвергать (чему-л.);

    υποβάλλ σε δοκιμασία — подвергать испытанию;

    υποβάλλω σε κόπους — заставлять тяжело работать;

    υποβάλλω σε ανάκριση — подвергать допросу;

    υποβάλλω σε έξοδα — вводить кого-л. в расходы;

    4) внушать, подсказывать (что-л.); наводить на мысль (о чём-л.); наталкивать (на что-л.);
    αυτός τού υπέβαλε να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο он научил его действовать таким образом; 5) театр, суфлировать; 6) см. υποκαθιστώ;

    § υποβάλλω τα σέβη μου — моё почтение;

    υποβάλλομαι — поддаваться самовнушению

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποβάλλω

См. также в других словарях:

  • ἐνεργήσει — ἐνεργέω to be in action aor subj act 3rd sg (epic) ἐνεργέω to be in action fut ind mid 2nd sg ἐνεργέω to be in action fut ind act 3rd sg ἐνεργέω to be in action aor subj act 3rd sg (epic) ἐνεργέω to be in action fut ind mid 2nd sg ἐνεργέω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • αυγερινός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγαμέμνων. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας. Σπούδασε γιατρός στην Ιταλία. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πολέμησε στο σώμα του Λόντου και μετά του Θ. Κολοκοτρώνη. Υπηρέτησε τον Αγώνα ως καπετάνιος και ως γιατρός …   Dictionary of Greek

  • αυτοκρατορία — Μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης μιας χώρας, που την ασκεί ο αυτοκράτορας, ανώτατος άρχοντας και απόλυτος μονάρχης. Η α. έχει έκταση μεγαλύτερη από το βασίλειο και, συνήθως, είναι ένωση κρατών. Ονομαστές α. ήταν η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, η Α’ Γαλλική …   Dictionary of Greek

  • δωροδοκία — Αξιόποινο αδίκημα που αναφέρεται σε διάφορες περιπτώσεις στον Π.Κ. Έτσι, τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, όταν αποκτά ή δέχεται δώρα ή άλλα ωφελήματα για να ενεργήσει ή να παραλείψει παράνομη ή νομική πράξη. Εκτός από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»