Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐνεργήσεις

  • 1 ενεργήσεις

    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 2nd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ενεργήσεις

  • 2 ἐνεργήσεις

    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 2nd sg
    ἐνεργέω
    to be in action: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐνεργέω
    to be in action: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐνεργήσεις

См. также в других словарях:

  • ἐνεργήσεις — ἐνεργέω to be in action aor subj act 2nd sg (epic) ἐνεργέω to be in action fut ind act 2nd sg ἐνεργέω to be in action aor subj act 2nd sg (epic) ἐνεργέω to be in action fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …   Dictionary of Greek

  • ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»