-
1 ενεθισθήναι
-
2 ἐνεθισθῆναι
См. также в других словарях:
ἐνεθισθῆναι — ἐνεθίζω accustom to aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενεθισθήναι
2 ἐνεθισθῆναι
ἐνεθισθῆναι — ἐνεθίζω accustom to aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)