-
1 ἐνδαμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδαμέω
-
2 ἐνδημία
A dwelling in a place, lodging, sojourning,τὴν ἐ. ποιεῖσθαι IG12(5).533.5
(Ceos, ii B. C.), cf. 4.679.18 ([place name] Hermione), 5(1).7 ([place name] Sparta), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδημία
См. также в других словарях:
ενδημία — η (Α ἐνδημία και δωρ. τύπος ἐνδαμία) νεοελλ. νόσος, συχνά λοιμώδης, που εμφανίζεται μόνιμα σ έναν τόπο με πολλά περιστατικά ή με μορφή επιδημίας αρχ. 1. διαμονή σ έναν τόπο 2. εκκλ. η παρουσία τού Χριστού στη γη … Dictionary of Greek