Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνδίοιο

См. также в других словарях:

  • Ἐνδίοιο — Ἔνδιος masc gen sg (epic) Ἔνδιος neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδίοιο — ἔνδιον place of sojourn in the open air neut gen sg (epic) ἐνδί̱οιο , ἔνδιος at midday masc/fem/neut gen sg (epic) ἐνδέω bind in pres opt mp 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»