Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνδίδει

См. также в других словарях:

  • ἐνδίδει — ἐν δίδημι bind pres imperat act 2nd sg ἐν δίδημι bind imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • αγαλίφιστος — και φευτος και φιαστος και φωτος, η, ο [γαλιφεύω] 1. αυτός που δεν ενδίδει σε ψευδοκολακείες (κν. γαλιφιές) 2. αυτός που δεν κολακεύτηκε …   Dictionary of Greek

  • ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • ανυποχώρητος — η, ο (Μ ἀνυποχώρητος, ον) αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος …   Dictionary of Greek

  • δυσένδοτος — δυσένδοτος, ον (Α) αυτός που δεν ενδίδει εύκολα …   Dictionary of Greek

  • ευένδοτος — εὐένδοτος, ον (ΑΜ) αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ εὐένδοτος», Στράβ.) αρχ. ο αδύνατος ηθικά, ο μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εν δοτος (< εν δίδωμι), πρβλ. αν ένδοτος] …   Dictionary of Greek

  • ευεπίδοτος — εὐεπίδοτος, ον (Α) αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι δοτός (< επι δίδωμι), πρβλ. αν επί δοτος] …   Dictionary of Greek

  • ευλιτάνευτος — εὐλιτάνευτος, ον (Α) αυτός που ενδίδει εύκολα σε παρακλήσεις, που εξευμενίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιτανεύω] …   Dictionary of Greek

  • μεθετικός — μεθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι 2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση 3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. επίρρ... μεθετικώς (Α) με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με… …   Dictionary of Greek

  • συνδοτικός — ή, όν, Α [συνδίδωμι] 1. αυτός που εύκολα ενδίδει, υποχωρεί σε κάποιον ή σε κάτι 2. αυτός που εύκολα επηρεάζεται από κάποιον ή από κάτι («ὑπὸ γήραος καὶ ὑπὸ ὀδυνημάτων ξυνδοτική ἐστι [ἡ ράχις]», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»