-
1 ἀργυρό-παστος
ἀργυρό-παστος, silbergestickt, ἐνδύματα, s. Koen ad Greg. Cor. p. 454, der es auch Polyaen. 4, 16, 1, wo ὅπλα ἀργυρό-παρτα steht, emendiren will, mit Silber ausgelegte Waffen.
См. также в других словарях:
ἐνδύματα — ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύμαθ' — ἐνδύματα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc pl ἐνδύματι , ἔνδυμα garment neut dat sg ἐνδύματε , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύματ' — ἐνδύματα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc pl ἐνδύματι , ἔνδυμα garment neut dat sg ἐνδύματε , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
πορφυρός — ή, ό / πορφυροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και πορφυρός, ά, όν, Μ, και πορφύρεος, έη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας (α. «πορφυρά ενδύματα» β. «πορφυρά σύννεφα» γ. «πορφύρεον φᾱρος», Ομ. Οδ. δ. «τάπητας πορφυρέους», Ομ. Οδ. ε. «καὶ ἱμάτιον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
одѣниѥ — ОДѢНИ|Ѥ (112), ˫А с. 1.Одежда, одеяние: И дѣниѥ [вм. одѣниѥ] мѹжѧ. и смьѧниѥ зѹбъ. и стѹпаниѥ чл҃вка. възвѣстить ˫аже о немь. (στολισμός) Изб 1076, 169 об.; ѡбьща всѣмъ имѣти ѡдѣни˫а повелѣ. (τὰ ἐνδύματα) ЖФСт к. XII, 81 об.; да бѹдеть же имъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
αμφιδύω — ἀμφιδύω (ΑΜ) [δύω] μσν. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τόν ντύνω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»] … Dictionary of Greek
ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… … Dictionary of Greek