Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐνδότερος

См. также в других словарях:

  • ενδότερος — η, ο (AM ἐνδότερος, α, ο) 1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος αρχ. επίρρ. ἐνδοτέρω 1. ακόμη πιο μέσα 2. (για βιβλίο) κατωτέρω,… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • εντότερος — ἐντότερος, α, ον (Α) ενδότερος, εσώτερος …   Dictionary of Greek

  • εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՐՔՍԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c ա.մ. ἑνδότερος, ἑσώτατος interior, intimus ἑνδοτέρως interius, alterius. Առաւել ʼի ներքս կամ ʼի մէջն եւ ʼի խորս. կարի ներքին. խորին խորագոյն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»