Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐνδυναστεύει

См. также в других словарях:

  • ἐνδυναστεύει — ἐνδυναστεύω to have power pres ind mp 2nd sg ἐνδυναστεύω to have power pres ind act 3rd sg ἐνδυναστεύω to have power pres ind mp 2nd sg ἐνδυναστεύω to have power pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»