Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνδυναμώσῃ

  • 1 ενδυναμώση

    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ενδυναμώση

  • 2 ἐνδυναμώσῃ

    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐνδυναμώσῃ

  • 3 ενδυνάμωση

    [-ις (-εως)] η
    1) см. ενδυνάμωμα 1, 2; 2):

    ενδυνάμωση φωτογραφίας — усиление негатива

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενδυνάμωση

  • 4 ενδυνάμωση

    güçlendirme, güçlenme

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ενδυνάμωση

  • 5 ενδυναμώσηι

    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ενδυναμώσηι

  • 6 ἐνδυναμώσηι

    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj mid 2nd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: aor subj act 3rd sg
    ἐνδυναμώσῃ, ἐνδυναμόω
    strengthen: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐνδυναμώσηι

См. также в других словарях:

  • ενδυνάμωση — η 1. ενίσχυση, δυνάμωμα («ενδυνάμωση οργανισμού») 2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο …   Dictionary of Greek

  • ἐνδυναμώσῃ — ἐνδυναμόω strengthen aor subj mid 2nd sg ἐνδυναμόω strengthen aor subj act 3rd sg ἐνδυναμόω strengthen fut ind mid 2nd sg ἐνδυναμόω strengthen aor subj mid 2nd sg ἐνδυναμόω strengthen aor subj act 3rd sg ἐνδυναμόω strengthen fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδυναμώσηι — ἐνδυναμώσῃ , ἐνδυναμόω strengthen aor subj mid 2nd sg ἐνδυναμώσῃ , ἐνδυναμόω strengthen aor subj act 3rd sg ἐνδυναμώσῃ , ἐνδυναμόω strengthen fut ind mid 2nd sg ἐνδυναμώσῃ , ἐνδυναμόω strengthen aor subj mid 2nd sg ἐνδυναμώσῃ , ἐνδυναμόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • ίσχυσις — ἴσχυσις, ἡ (Α) [ισχύω] ενίσχυση, ενδυνάμωση, δύναμη …   Dictionary of Greek

  • αναζωογόνηση — η επανάκτηση ψυχικών και σωματικών δυνάμεων, τόνωση, ενδυνάμωση, ξαναζωντάνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικόλαου Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • αναστήλωση — η (ΜΑ ἀναστήλωσις) [ἀναστηλῶ, όω] νεοελλ. (σχετικά με αρχιτ. ή άλλο μνημείο) αποκατάσταση, επαναφορά στην αρχική μορφή 2. μτφ. α) σωματική και ψυχική τόνωση, ενδυνάμωση, εμψύχωση β) έγερση, ξεσήκωμα νεοελλ. μσν. φρ. «αναστήλωση ( ις) τών ιερών… …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ελατηριοδέτης — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ενδυνάμωση τών ελατηρίων τών όπλων …   Dictionary of Greek

  • ενδυναμωτής — ο 1. αυτός που ενδυναμώνει, που ενισχύει 2. μέσο για ενδυνάμωση φωτοτύπων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»