Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐνδοξότατα

См. также в других словарях:

  • ἐνδοξότατα — ἔνδοξος held in esteem adverbial superl ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοξοτάτας — ἐνδοξοτάτᾱς , ἔνδοξος held in esteem fem acc superl pl ἐνδοξοτάτᾱς , ἔνδοξος held in esteem fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοξόταθ' — ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem adverbial superl ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl pl ἐνδοξότατε , ἔνδοξος held in esteem masc voc superl sg ἐνδοξόταται , ἔνδοξος held in esteem fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοξότατ' — ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem adverbial superl ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl pl ἐνδοξότατε , ἔνδοξος held in esteem masc voc superl sg ἐνδοξόταται , ἔνδοξος held in esteem fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»