-
1 ενδοξασθήναι
-
2 ἐνδοξασθῆναι
-
3 ἐνδοξασθῆναι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐνδοξασθῆναι
-
4 ενδοξαζω
См. также в других словарях:
ἐνδοξασθῆναι — ἐνδοξάζομαι to be glorified aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)