-
1 ενδοιάσιμον
-
2 ἐνδοιάσιμον
См. также в других словарях:
ἐνδοιάσιμον — ἐνδοιάσιμος doubtful masc/fem acc sg ἐνδοιάσιμος doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενδοιάσιμον
2 ἐνδοιάσιμον
ἐνδοιάσιμον — ἐνδοιάσιμος doubtful masc/fem acc sg ἐνδοιάσιμος doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)