-
1 ενδιαιτώμαι
ἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἐνδιαιτάομαιlive: pres ind mp 1st sgἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)ἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἐνδιαιτάομαιlive: pres ind mp 1st sgἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) -
2 ἐνδιαιτῶμαι
ἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἐνδιαιτάομαιlive: pres ind mp 1st sgἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)ἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἐνδιαιτάομαιlive: pres ind mp 1st sgἐνδιαιτάομαιlive: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
См. также в других словарях:
ενδιαιτώμαι — (AM ἐνδιαιτῶμαι, άομαι, Α και ιων. τύπος ἐνδιαιτέομαι) κατοικώ, διαμένω … Dictionary of Greek
ἐνδιαιτῶμαι — ἐνδιαιτάομαι live pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐνδιαιτάομαι live pres ind mp 1st sg ἐνδιαιτάομαι live pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἐνδιαιτάομαι live pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐνδιαιτάομαι live pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek