-
1 ενδηλότερος
-
2 ἐνδηλότερος
См. также в других словарях:
ἐνδηλότερος — ἔνδηλος visible masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενδηλότερος
2 ἐνδηλότερος
ἐνδηλότερος — ἔνδηλος visible masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)