-
1 ενδαψιλευόμεναι
-
2 ἐνδαψιλευόμεναι
См. также в других словарях:
ἐνδαψιλευόμεναι — ἐνδαψιλεύομαι to be liberal in pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ενδαψιλευόμεναι
2 ἐνδαψιλευόμεναι
ἐνδαψιλευόμεναι — ἐνδαψιλεύομαι to be liberal in pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)