-
1 εναυχενιος
См. также в других словарях:
εναυχένιος — ἐναυχένιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή προσαρμόζεται στον αυχένα ή γύρω από τον αυχένα («εναυχένιος βρόχος») … Dictionary of Greek
ἐναυχένιον — ἐναυχένιος in masc acc sg ἐναυχένιος in neut nom/voc/acc sg ἐναυχένιος in masc/fem acc sg ἐναυχένιος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)