-
1 ἐναστράπτω
A flash in or on, metaph., δικαιοσύνη ἐ. Them.Or.4.51d, cf. Iamb.Myst.3.11;πρὸς τὴν οὐσίαν Jul.Or.4.137b
: c. acc. cogn.,ἐ. φέγγος τινί Ph.1.448
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναστράπτω
См. также в других словарях:
εναστράπτω — ἐναστράπτω (AM) μσν. αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ αρχ. φέγγω μέσα σε κάτι («ἐγκατοικεῑ δέ πραότης, ἐναστράπτει δικαιοσύνη», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek
αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… … Dictionary of Greek