Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐναρέτων

См. также в других словарях:

  • Ἐναρετῶν — Ἐναρέτη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρετῶν — ἐν ἀρετάω thrive pres part act masc voc sg ἐν ἀρετάω thrive pres part act neut nom/voc/acc sg ἐν ἀρετάω thrive pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐν ἀρετάω thrive pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρέτων — ἐνάρετος virtuous masc/fem/neut gen pl ἐναίρω slay aor imperat act 3rd pl (epic) ἐναίρω slay aor imperat act 3rd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • добродѣтеливыи — (2*), пр. То же, что добродѣтельныи в 1 знач. В роли с.: си˫а бо суть лѣнивыхъ и младеньствую щихъ… си˫а бо добродѣтеливыхъ и тща ливыхъ суть. (τῶν... ἐναρέτων) ФСт XIV, 93в; Ч(с)тии еще ѡцѣстимсѩ встанивии паки въстанѣмъ. добродѣтеливии и еще… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ηλύσιον — Αρχικά, Η. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες κάθε τόπος ιερός και άβατος, αφιερωμένος σε κάποια θεότητα. Αργότερα ονομάστηκε Η. πεδίον ένας φανταστικός τόπος, που είχε δέντρα αειθαλή, δεν έπεφτε εκεί ούτε βροχή ούτε χιόνι, έπνεε πάντα ζέφυρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»