-
1 εναποσβεννυμι
-
2 ἐναποσβέννυμι
A quench in a thing, Hp.Mul.1.78;τὴν θερμότητα Arist. Pr. 937b13
;τι ὕδατι Gal.14.377
;δᾷδας γλεύκει Gp.7.12.8
:—[voice] Pass., Arist.Mete. 369b16, Cass.Pr.31, Hld.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναποσβέννυμι
-
3 ἐναποσβέννῡμι
См. также в других словарях:
εναποσβέννυμι — ἐναποσβέννυμι (AM) σβήνω κάτι μέσα σε κάτι ή με κάτι άλλο, εξαλείφω … Dictionary of Greek