-
1 εναπομαξαμέναν
-
2 ἐναπομαξαμέναν
См. также в других словарях:
ἐναπομαξαμέναν — ἐναπομαξαμένᾱν , ἐναπομάσσω wipe off upon aor part mid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εναπομαξαμέναν
2 ἐναπομαξαμέναν
ἐναπομαξαμέναν — ἐναπομαξαμένᾱν , ἐναπομάσσω wipe off upon aor part mid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)