-
1 εναπολαμβανω
заключать, помещать(εἰς τὸ μέσον Plat.; μῦς ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arst.)
ἐναποληφθῆναι τῇ πάσῃ δίνῃ Diod. — быть вовлеченным в общий круговорот -
2 ἐναπολαμβάνω
A cut off and enclose, intercept, [ τὸν ἀέρα]ἐν ταῖς κλεψύδραις Arist.Ph. 213a27
, cf. Onos.21.5;ἓξ ζῴδια Ph.2.153
:— [voice] Pass., εἰς τὸ μέσον ἐ. Pl.Ti. 84e; [ μῦς]ἐναποληφθεῖσα ἐν ἀγγείῳ Arist. HA 580b11
; [ ἀὴρ] ἐ. Id.Cael. 294b27, cf. Pr. 868b25, Epicur.Nat.2.993.1; ἐ. τῇ δίνῃ to be involved in it, D.S.1.7.II Astrol., annul by adverse influence, Vett.Val. 112.14 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναπολαμβάνω
-
3 ἐναπολαμβάνω
ἐν-απο-λαμβάνω, darin einschließen; pass., ἐναποληφϑῆναι τῇ πάσῃ δίκῃ, mit davon ergriffen werden
См. также в других словарях:
εναπολαμβάνω — ἐναπολαμβάνω (Α) 1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῑς κλεψύδραις», Αριστοτ.) 2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι 3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek