-
1 εναποκινδυνευω
См. также в других словарях:
εναποκινδυνεύω — ἐναποκινδυνεύω (Α) αντιμετωπίζω κίνδυνο σε κάτι ή με κάποιον, ριψοκινδυνεύω … Dictionary of Greek
ἐναποκινδυνεῦσαι — ἐναποκινδυνεύω run a hazard in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποκινδυνεύειν — ἐναποκινδυνεύω run a hazard in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποκινδυνεύων — ἐναποκινδυνεύω run a hazard in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)