Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐναντ-

См. также в других словарях:

  • καίπερ — (AM καίπερ) (σύνδ. εναντ. συν. με μτχ.) αν και, μολονότι, καίτοι (α. «καίπερ χριστιανός, εμίσει... τους ομοθρήσκους του», Παπαδ. β. «καίπερ αὐθάδη φρονῶν», Αισχ. γ. «καὶ νέκυός περ ἐόντος» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) + βεβαιωτικό μόριο περ] …   Dictionary of Greek

  • καίτοι — (AM καίτοι ή καί τοι) (εναντ. σύνδ.) αν και, μολονότι («καίτοι τού τηλεφώνησα δεν ήλθε») αρχ. 1. και όμως, παρ όλα αυτά («καίτοι τί φημι;», Αισχύλ.) 2. και βέβαια, και αληθινά («καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ πέφυκας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • μόνε — (Μ μόνε) (μόριο με σημ. εναντ. συνδ.) αλλά, αλλά και, εντούτοις, επί πλέον, μόνο, μονάχα (α. «δεν φτάνει που έφταιγε μόνε ζητάει και ρέστα» β. «μόνε καημούς και βάσανα κι αναστενάγματά μου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. φρ. «μόνε μόνε» μόλις και μετά βίας,… …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»