Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐναντιότητες

См. также в других словарях:

  • ἐναντιότητες — ἐναντιότης contrariety fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • εναντιότητα — η 1. αντίθεση, διαφορά, ασυμφωνία. 2. δυσκολία, αντιξοότητα, αναποδιά: Νίκησε τις εναντιότητες της ζωής. 3. σχήμα λόγου («σχήμα εξ αντιθέτου»), όταν παρουσιάζεται διαφορά στη σημασία εννοιών: Στα έμπα μπήκες σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης (δημ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»