-
1 εναντιότητες
-
2 ἐναντιότητες
-
3 εναντιότητα
[-ης (-ητος)] η1) противоположность; противоречие; 2) затруднение; неудача; помеха, препятствие;συναντώ εναντιότητες — сталкиваться с трудностями;
η ελάχιστη εναντιότητα τόν αποθαρρύνει — малейшая неудача его обескураживает
См. также в других словарях:
ἐναντιότητες — ἐναντιότης contrariety fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
εναντιότητα — η 1. αντίθεση, διαφορά, ασυμφωνία. 2. δυσκολία, αντιξοότητα, αναποδιά: Νίκησε τις εναντιότητες της ζωής. 3. σχήμα λόγου («σχήμα εξ αντιθέτου»), όταν παρουσιάζεται διαφορά στη σημασία εννοιών: Στα έμπα μπήκες σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης (δημ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)