-
1 ἐνακολασταίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνακολασταίνω
См. также в других словарях:
ενακολασταίνω — ἐνακολασταίνω (Α) ακολασταίνω, ασελγώ πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
1 ἐνακολασταίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνακολασταίνω
ενακολασταίνω — ἐνακολασταίνω (Α) ακολασταίνω, ασελγώ πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek