-
1 εναισίμοις
-
2 ἐναισίμοις
См. также в других словарях:
ἐναισίμοις — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εναισίμοις
2 ἐναισίμοις
ἐναισίμοις — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)