-
1 εναγκυλώντες
ἐναγκυλάωfit thongs: pres part act masc nom /voc plἐναγκυλάωfit thongs: pres part act masc nom /voc pl -
2 ἐναγκυλῶντες
ἐναγκυλάωfit thongs: pres part act masc nom /voc plἐναγκυλάωfit thongs: pres part act masc nom /voc pl -
3 ἐναγκυλάω
A fit thongs (ἀγκύλαι 11.2
) to javelins, for the purpose of throwing them by,ἐναγκυλῶντες X.An.4.2.28
(D.S.14.27 has - οῦντες):—[voice] Med., Ach.Tat.2.34, Plu.2.180d ([etym.] - ούμενον):—[voice] Pass., ἀκόντιον ἐνηγκύληται has a dart ready to throw, Ael.NA5.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγκυλάω
См. также в других словарях:
ἐναγκυλῶντες — ἐναγκυλάω fit thongs pres part act masc nom/voc pl ἐναγκυλάω fit thongs pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγκυλώ — ἐναγκυλῶ ( άω και έω και όω) (Α) προσαρμόζω αγκύλη στο ακόντιο για να τό εξακοντίσω (α. «ἐχρῶντο δὲ αύτοῑς ἀκοντίοις ἐναγκυλῶντες», Ξεν. β. «ἐναγκυλοῡντας τὰ ῥιπτόμενα βέλη», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek