-
1 ενίοτε
-
2 ἐνίοτε
-
3 ἐνίοτε
ἐνίοτε, Adv. -
4 ἐνίοτε
-
5 ἐνίοτε
+D 0-0-0-0-1=1 Sir 37,14at times, sometimes -
6 ενίοθ'
-
7 ἐνίοθ'
-
8 ενίοτ'
-
9 ἐνίοτ'
-
10 κανίοτ'
-
11 κἀνίοτ'
-
12 κανίοτε
-
13 κἀνίοτε
-
14 ἔνιοι
Grammatical information: adj.Meaning: `some, a few',Derivatives: ἐνίοτε `sometimes', ἐνιαχῆ, - οῦ `in some places, sometimes', orig. Ion. words (only in prose), that were taken up in Attic; late Dorianising reshaping ἐνίοκα (Archyt.), also ἐνιάκις `sometimes' (Sor.; after πολλάκις a. o.).Etymology: Uncertain. The explanation by Ebel KZ 5, 70f. (taken over by Schwyzer 614 n. 4) from ἔνι οἵ, ἔνι ὅτε = ἔστιν οἵ, ἔσθ' ὅτε must be given up, as ἔνι as `is, are' is certain only since V-VIp (s. ἔν). Best seems the idea of Benfey, futher argumented by Wackernagel Hellenistica 6 n. 1 (= Kl. Schr. 2, 1037 n. 1) as ἕν `one' (like einige to eins); the psilosis would be Ion. For the ending cf. μύριοι, χίλιοι; ἐνίοτε, ἐνιαχῆ, - οῦ like ὅτε, πότε, πολλαχῆ, - οῦ etc. - Improbable Brugmann IF 28, 355ff. (to the demonstr. *ἐνος in ἔνη `the third day', ἐκεῖνος etc.Page in Frisk: 1,518-519Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔνιοι
-
15 πλεῖστος
A most, greatest, largest, in number, size, extent, etc., π. ὅμιλος, λαός, Il.15.616, 16.377, etc.;π. κακόν Od. 4.697
;πλεῖστοι ἐπιχθονίων ἀνθρώπων Hes.Fr.33.1
;π. εὐκλείας γέρας S.Ph. 478
; most in vogue,Pl.
Prt. 342a;π. τῶν Ἑλληνικῶν φῦλον τὸ Ἀρκαδικόν X.HG7.1.23
, etc.; τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι, ἡ π. γνώμη, Hdt.7.220 (s.v.l.), 5.126; πλεῖστον σχήσειν, as [comp] Sup. of πλέον ἔχειν (v. πλείων), Th.7.36.2 with Art.,οἱ π.
the greatest number,Id.
4.90, etc.; τὸ π. τοῦ βίου the greatest part of.., Pl.Lg. 718a, etc. (also same gender as the foll. Noun, ὁ π. τοῦ βίου, ἡ π. τῆς στρατιᾶς, Th.1.5, 7.3);τῇ ὄψει τοῦ θαρσεῖν τὸ π. εἰληφότες Id.4.34
;τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ π. E.Supp. 408
.II Special usages: with relat., ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι subdue the greatest number that they possibly could, Hdt.6.44;ὡς ἂν δύνωνται πλεῖστα IG12.98.4
, cf. 109.10, 113.37;ὁπόσσω κα πλείστω ἄξιος ᾖ Berl.Sitzb.1927.160
([place name] Cyrene);ὅς κα πλεῖστον διδῷ ἀποδόμενοι Leg.Gort.5.48
;ὡς π. χρόνον Pl.Grg. 481b
;ὅτι π. Th.6.64
, etc.: coupled with εἷς (q.v.),εἷς ἀνὴρ π. πόνον ἐχθροῖς παρασχών A.Pers. 327
: in comp. sense,πλείστον ἄξια ἢ ὥς τις οἴεται Hp.Art.57
(but πλεῖστα ἤ is corrupt in Hdt.2.35).III Adv. usages: most,Il.
19.287, Hes.Th. 231, etc.;ὡς π. X.An.2.2.12
: sts. added to a [comp] Sup.,π. ἐχθίστη S.Ph. 631
;π. ἀνθρώπων.. κάκιστος Id.OC 743
;τὴν π. ἡδίστην θεῶν E.Alc. 790
: πλεῖστα as Adv., Pi.P.9.97, S.OC 720, etc.;πολλάκις μὲν.., π. δὲ.. Pl.Hp.Ma. 281b
; π. χαίρειν, freq. in letters, POxy. 742 (i B.C.), etc.2 with Art., τὸ π. at most,ἡμερῶν τεσσάρων τὸ π. Ar.V. 260
, etc.;τὰ π.
for the most part,Pl.
Criti. 118c, etc.; opp. ἐνίοτε, Arist.HA 563a31.—The form πλείστως is cited by Gal.17(1).855 from Hp.Epid.6.1.10 ( πλεῖστα codd.).IV with Preps.:1 διὰ πλείστου furthest off, in point of space or time, Th.4.115,6.11.3 ἐπὶ πλεῖστον over the greatest distance, to the greatest extent, in point of space, time, or extent,ἐπὶ π. χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127
;ἐπὶ π. τοῦ γενησομένου Th.1.138
;ἐκ τοῦ ἐπὶ π. Id.1.2
; ἐπὶ π. ἀνθρώπων ib.1; ὡς ἐπὶ π. or ὡς ἐπὶ τὸ π., for the most part, Id.4.14, Pl.Lg. 720d.4 κατὰ τὸ π. for the most part, Plb.11.4.7, etc.5 περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.6 ἐν τοῖς πλεῖσται, v. ὁ, ἡ, τό, A. v111. 6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεῖστος
-
16 συκιδαφόρος
συκιδαφόρος· ἐνίοτε ὁ συκοφάντης· ποτὲ δὲ ὁ συκόπρωκτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκιδαφόρος
-
17 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
18 τρίβω
Aτρίβεσκον A.R.2.480
: [tense] fut. , ([etym.] ἀπο-) Od.17.232: [tense] aor.ἔτριψα Pherecr.181
; inf.τρῖψαι Od.9.333
, etc.: [tense] pf.τέτρῐφα M.Ant.9.10
, ([etym.] συν-) Eub.62:—[voice] Med., [tense] fut. τρίψομαι ([etym.] προς-) Antipho 4.2.8: [tense] aor.ἐτριψάμην Call.Lav.Pall.25
, A.D. Synt.210.26:—[voice] Pass., [tense] fut.τριφθήσομαι App.BC4.65
, etc.;τρῐβήσομαι Plu. Dio25
, ([etym.] ἐκ-) S.OT 428, ([etym.] κατα-) X.HG5.4.60; also τετρίψομαι ([etym.] ἐπι-) Ar. Pax 246; [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Th.6.18, 7.42: [tense] aor.ἐτρίφθην Id.2.77
, Hp.Epid.5.6, Antiph. 102; ([etym.] δια-) D.19.164: more freq. [tense] aor. 2 ἐτρίβην [pron. full] [ῐ] Arist.Pr. 893b40; ([etym.] δι-) Th.1.125; ([etym.] ἐκ-) Hdt.7.120; ([etym.] ἐπ-) freq. in Ar., Th. 557, al.; ([etym.] κατ-) Pl.Lg. 678d; ([etym.] συν-) Ar. Pax 71, etc.: [tense] pf. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.τετρίφᾰται Hdt.2.93
. [[pron. full] ῐ only in [tense] pf. [voice] Act. and [voice] Pass., and [tense] fut. and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—rub, τριβέμεναι κρῖ, i. e. thresh, thresh it out, because this was done by trampling under the feet of oxen, Il.20.496; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ work round the stake in his eye, Od.9.333; χρυσὸν -όμενον βασάνῳ rubbed on a touchstone, so as to test its purity, Thgn.450; τ. τὸ σκέλος rub the leg, Pl.Phd. 60b;τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν Id.Phlb. 46a
;τὸν ὀφθαλμόν Arist.Pr. 957a38
; ἀμφορέως τὸν πύνδακα ib. 938a14; τ. τὴν κεφαλήν, in sign of perplexity, Aeschin.2.49;ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τ. X.Eq.5.5
;τὸν πόδα μύροις τ. Eub.108
(hex.); of a masseur, Gal.6.151, 187; in blood-letting, Id.15.784:—[voice] Med., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε.. τρίβεσθαι μύσος rub one's pollution upon the shrines, pollute them with it, A.Eu. 195:—[voice] Pass., ; ὕλη τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτήν, so as to catch fire, Th.2.77;ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Arist. PA 661b22
.2 bruise, pound, knead, κεδρίδας, [κώνειον], Ar. Th. 486, Pl.Phd. 117b;ἑλλεβόρου ἅμαξαν Id.Euthd. 299b
;ποίαν IG 42(1).122.121
(Epid., iv B. C.); καταπλαυτόν, [μάζας], Ar.Pl. 717, Pax 8,16; κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τ. Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.648a, cf. Sor.1.62, grind,D.
18.258:—[voice] Pass.,θυμιήματα τετριμμένα Hdt.2.86
;ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr. 929a17
, cf. b8;μηδὲν τετριμμένον, ἀλλὰ τεθλας μένων ὁ χυλός Diocl.Fr.138
.II wear out clothes (cf. τρίβων (A)),τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα Plu.2.680a
;τελαμῶνες μὴ λίαν τετριμμένοι Sor.1.83
; of a road, wear or tread it smooth, ἀτραπὸς τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, with a play on pounding in a mortar, Ar.Ra. 123;τὴν τετρ. ὥσπερ ὁδὸν ἐπὶ τὸν μακάριον βίον Phld.Rh.1.260
S.; τρίβει οὐρανόν goes his way through heaven (cf. τρίβος), Arat.231; τ. κύματα, of a ship, AP9.34 (Antiphil.);πόδας τρίβειν Theoc.7.123
.2 of Time, wear away, spend,δυστυχῆ τ. βίον S.El. 602
;νησιώτην τ. βίον E.Heracl.84
; (lyr.);ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον Id.Pl. 526
(anap.); τ. πόλεμον prolong a war, Plb.2.63.4: abs., waste time, tarry, A.Ag. 1056, D.23.173 vulg. (διατρ. cod. S):—[voice] Pass.,ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός Gal.16.578
; ἀμφισβήτησις.. τρειβομένη πολλῶν ἐτῶν prolonged, OGI502.3 (Aezani, ii A. D.).III of persons, wear out,σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Hes.Op. 251
; τρίβεσθαι κακοῖσι to be worn out by ills, Il.23.735; (anap.); τ. ἀμφοτέρους wear them both out, Th.8.56, cf. 7.48, Plu.Caes.40:—[voice] Med., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν wear itself out by internal struggles, Th.6.18, cf. 7.42:—[voice] Pass., oppressed,Hdt.
2.124; l. c.; τρίβεσθαι μάτην τερὶ ( ἐπὶ codd.)τὴν δίωξιν Plu.Pomp.41
.2 of money and property, waste, squander it, .3 use constantly,κατώμοσα.. μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ar.Av. 636
(lyr.);κοινὰ ὀνόματα καὶ τετριμμένα D.H.Comp. 25
;ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος Id.Th.23
;τετρ. σχηματισμός
in common use,A.D.
Pron.115.16, cf. S.E.M.1.229.4 [voice] Pass., to be much busied or engrossed with a thing,πολέμῳ Hdt.3.134
; ἀμφ' ἀρετῇ τ. practise oneself in, use oneself to it, Thgn.465;τρίβεσθαι περὶ τοὺς δυνατούς Philostr.VA4.41
: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. τετριμμένος, practised, expert,ἔμπειροι καὶ τ. Phld.Rh.2.281
S.;οἱ ἐν ποήμασι τ. Id.Po.5.21
; τ. ἀκοή a trained, expert ear, ib.24;πολεμικὸς καὶ τετρ. δι' ὅπλων Plu.Eum.11
;ἀνὴρ φιλοπόνως ἐπὶ τῶν ἔργων τετρ. Gal.15.585
, cf. 623. -
19 ἔνιοι
A some; never in [dialect] Ep., Lyr., or [dialect] Att. Poets before Men., exc. Ar.Pl. 867 (cf. however ἐνίοτε); first used in [dialect] Ion. Prose, as Hdt.1.120, 8.56, Hp.Praec.6;πολλοὶ μὲν.. ἔνιοι δὲ.. Lys.25.19
;ἔνιοι μὲν.. ἔνιοι δὲ.. Pl.Tht. 151a
, X.Mem.4.2.38;ἔνιοι μὲν.. οἱ δὲ.. Pl. Mx. 238e
;ἔνιοί τινες Isoc.15.258
: later in sg.,οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει Arist.Pr. 884b13
, cf. Thphr.Vert.1;περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Arist.Metaph. 1026a5
: neut. pl. as Adv.,συμμανῆναι ἔνια δεῖ Men.421
; . -
20 ὅκα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐνίοτε — at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίοτε — (Α ἐνίοτε) [ένιοι] επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)] … Dictionary of Greek
κἀνίοτ' — ἐνίοτε , ἐνίοτε at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνίοτε — ἐνίοτε , ἐνίοτε at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίοθ' — ἐνίοτε , ἐνίοτε at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίοτ' — ἐνίοτε , ἐνίοτε at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek