Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνήργουν

См. также в других словарях:

  • ἐνήργουν — ἐνεργέω to be in action imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»