-
1 ενήργουν
ἐνεργέωto be in action: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐνεργέωto be in action: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἐνήργουν
ἐνεργέωto be in action: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐνεργέωto be in action: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 ἄρνυθεν
ἄρνυθεν· ἠγωνίζοντο, ἐνήργουν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρνυθεν
-
4 ἐφέπω
Aἐφέψω Il.21.588
: [tense] aor. 2 (lyr.) (the only place in Trag.), inf. ἐπισπεῖν, part. ἐπισπών (v. infr. 111):—ply, wield,ἔγχος Pi.P.6.33
.2 c. dat. pers., apply, direct towards or against,Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους Il.16.732
, cf. 724.3 ply, belabour, lay on to, [ἵππους] μάστιγι 24.326
; of warriors, belabour, harass the enemy, 11.177, 22.188;σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ 21.542
: c. acc. loci,ὣς ἔφεπε κλονέων πεδίον 11.496
; of hunters, beat, drive,κορυφὰς ὀρέων Od.9.121
(but ἄγρην ἐφέπεσκον,.. ἰχθῦς ὄρνιθάς τε plied ( ἐνήργουν Sch.) the chase, (hunting) fish and birds, 12.330): abs. metaph., punish,παραιβασίας Hes. Th. 220
.II ply or practise a pursuit,ἄλλοι δ' ἐπὶ ἔργον ἕποιεν Od.14.195
;πόλεμον ἐ. Simon.142.2
(codd. AP);τερπωλὰς καὶ θαλίας Archil. 13
;συμποσίας Pi.P.4.294
;ὅσια καὶ νόμιμα Ar. Th. 675
; πολλὰ ἐπέπουσι (v.l. ἐφ-) Hdt.7.8. ά; τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐ. practising his way, Pi.P.1.50.2 govern, administer,Θήβας A.Pers.38
(anap.), cf. 552; πόλιας θνητῶν v.l. in Simon.142.2;Ζεὺς ὥρην ἐφέπων Man.3.32
; face (ply, cope with) a task, ; τοσσούσδ' ἀνθρώπους ἐφέπειν καὶ πᾶσι μάχεσθαι ib. 357; μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ faced (plied) them with his spear, 15.742.3 c. acc. loci, haunt, frequent, of gods, nymphs, etc.,γαῖαν καὶ βένθεα λίμνης Hes. Th. 366
, cf. Pi.P.1.30, Pae.Delph.7; of birds, A.R.2.384;γῆν καὶ θάλασσαν Luc. Trag.267
; visit, .III come upon, encounter, face, πότμον ἐπίσπῃς, etc. Il.6.412, etc.;θάνατον καὶ πότμον ἐ. Od.24.31
;θανεῖν καὶ πότμον ἐ. Il.7.52
, Od.4.562, etc.;κακὸν οἶτον ἐ. 3.134
;ὀλέθριον ἦμαρ ἐ. Il.19.294
;ἐ. αἴσιμον ἦμαρ 21.100
; reversely,αἰὼν ἔφεπε μόρσιμος Pi.O.2.10
.—The [voice] Act. is rare in [dialect] Att. (v. supr.).B [voice] Med., ἐφέπομαι (in later Poetsἐφέσπομαι Maiist. 46
, Naumach. ap.Stob.4.23.7, Nonn.D.16.401,ἐπιέσπομαι Opp.C.3.272
): [tense] impf. ἐφειπόμην: [tense] fut. ,ἐπιέψομαι A.R.2.18
: [tense] aor. 2 ἐφεσπόμην (but [ per.] 3pl. ἐπέσποντ ([etym.] ο) Pi.P.4.133), imper. ἐπίσπου, inf. ἐπισπέσθαι: also [tense] aor. 1 imper. ἐφεψάσθω (v.l. ἐφαψ-) Theoc.9.2:—follow, pursue, once in Hom. in hostile sense,ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν Od.16.426
, cf. Hdt.1.103, 3.54, Th.4.96, etc.II follow, attend,λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ Il.13.495
; ἐπισπέσθαι ποσίν attend on foot, i. e. keep up with, 14.521, cf. Hdt.3.14, 31, al.; εἰ μή οἱ τύχη ἐπίσποιτο if fortune attend him not, Id.1.32, etc.;ᾧ χάρις ἐφέσπετο Ar.V. 1278
: abs., opp. ἡγεῖσθαι, Th.3.45.2 obey, attend to,ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ Od.3.215
; ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ giving the reins to their passion, 14.262;τῇ γνώμῃ τινὸς ἐ. Hdt.7.10
.γ; βουλῇ.. ἐπισπέσθαι πατρός A.Eu. 620
; [γνώμαις], βουλεύμασι, τῷ δικαίῳ, S.Ant. 636, El. 967, 1037: abs., ὁ ἐπισπόμενος, opp. ὁ πείσας, Th.3.43; also, agree, approve,εἰ δὲ.. ἐπὶ δ' ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι Od.12.349
, cf. Pi.P. 4.133.
См. также в других словарях:
ἐνήργουν — ἐνεργέω to be in action imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐνεργέω to be in action imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek