-
1 ενέσκηψεν
-
2 ἐνέσκηψεν
-
3 ἐνσκίμπτω
1 hurl upon αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον ( ἐνέσκηψεν v. l.) P. 3.58
См. также в других словарях:
ἐνέσκηψεν — ἐνσκήπτω hurl aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)