-
1 ἐνέργεια
ἐν-έργεια, ἡ, Wirksamkeit, Tätigkeit -
2 energia
-
3 δύναμις
δύναμις, εως, ἡ, Vermögen, Kraft; von Homer an überall. Homer z. B. Odyss. 2, 62 ἦ τ' ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη; Iliad. 8, 294 οὐ μέν τοι, ὅση δύναμίς γε πάριστιν, παύομαι; Odyss. 10, 69 ἀκέσασϑε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν; 3, 205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε ϑεοὶ δύναμιν παραϑεῖεν, τίσασϑαι μνηστῆρας; 20, 237 γνοίης χ' οἳη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται; Iliad. 23, 891 ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος; 13, 786. 787 οὐδέ τί φημι ἀλκῆς δευήσεσϑαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν. πὰρ δύναμιν δ' οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. – Folgende: 1) Vermögen, Kraft; – a) zunächst Körperkraft; αἱ τοῠ σώματος δυναμεις Plat. Theaet. 185 e; εἰ ἔτι ἐν δυνάμει ἦν τοῠ πορεύεσϑαι, wenn ich noch die Kraft hätte, Rep. I, 328 c. – b) in geistiger Beziehung, Kraft, Talent, Fertigkeit; ἡ τἀγαϑοῠ δύν., ἡ σοφιστικὴ δύν., Plat. Phil. 64 e Soph. 233 a; ἡγεμονική, Geschicklichkeit, Pol. 10, 22, 4. 1, 84, 6, der σωματικαὶ καὶ ϑυμικαὶ δ. vrbdt, 6, 7, 3; ἡ τῶν λεγόντων δ., Beredsamkeit, Dem. 22, 11 u. A.; ἡ τῶν λόγων δ. ist sowohl Kraft der Rede, als Redefertigkeit, Arist. rhet. 1, 1; δύναμιν ἔχειν πρός τι, Isocr. 2, 12. – c) allgem., Vermögen; εἰς δύναμιν, nach Vermögen, nach besten Kräften, Plat. Polit. 273 b, oft, wie Folgde; auch εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα, Plat. Rep. V, 458 e; eben so κατὰ δύναμιν, Phaedr. 249 c; κὰδ δύναμιν Hes. O. 834; κατὰ δύναμιν ὅτι μάλιστα διὰ βραχέων, Polit. 279 c; πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν, Phaedr. 231 a; Ggstz ὑπὲρ δύναμιν, über Vermögen, Dem. 18, 193. – 2) Ansehen u. Einfluß im Staate, politische Macht; τῇ δυνάμει πρῶτοι Thuc. 7, 21; oft bei den Rednern; ἐν δυνάμει εἶναι, γίγνεσϑαι, in Ansehen stehen; Xen. Hell. 4, 4, 5; Dem. 13, 29. Auch = ein obrigkeitliches Amt, Xen. – 3) Heeresmacht, das Heer, die Truppen, im sing. u. im plur.; δεξάμενοι τὴν τῶν βαρβάρων δύναμιν Plat. Menex. 240 d; δ. ναυτική, πεζική, ἱππική, Xen. An. 1, 3, 12; u. so oft bei den Historikern. – 4) von der Arznei, die Heilkraft; Medic. Auch die Heilmittel selbst heißen δυνάμεις, wie B. A, p. 91 δυνάμεις τὰ τῶν ἰατρῶν φάρμακα. S. D. Sic. 1, 97. 4, 51; Plut. u. A. Vgl. Bast zu Greg. Cor. 907. – 5) der Werth, Gehalt einer Münze, Thuc. 6, 46 u. Sp.; δύναμιν ὀλίγην τῷ νομίσματι ἔδωκε Plut. Lyc. 9; Sol. 15. Dah. = die Bdtg eines Wortes; ὀνόματα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχοντα Lys. 10, 7; Plat. Crat. 394 b u. öfter; οὐκ εἰδότες, τίνα δύναμιν ἔχει ταῦτα, was dies zu bedeuten hat, Pol. 3, 20, 5. Aehnl. τὸ εὐσεβὲς καὶ τὸ δίκαιον ἄν τ' ἐπὶ μικροῠ ἄν τ' ἐπί μείζονος παραβαίνῃ, τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει, hat dieselbe Bedeutung, ist gleich, Dem. 9, 16. – Die Möglichkeit; entggstzt ἐνέργεια, ἐντελέχεια, oft Arist. – 6) in der Mathematik das Quadrat einer Zahl, einer Linie, Plat. Theaet. 198 b.
-
4 ἐν-εργητικός
ἐν-εργητικός, ή, όν, wirksam, kräftig, Sp.; ἡ ἐνεργητικὴ ἡ περὶ τὰς πολεμικὰς καὶ πολιτικὰς πράξεις, = ἐνέργεια, Pol. 12, 28, 6; ῥήματα, verba activa, D. Hal. u. Gramm.; auch ἐνεργητικῶς, active.
-
5 ἕξις
ἕξις, ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπι-στήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ παρουσία δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von στέρησις, S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c διάϑεσις ψυχῆς καϑ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεϑα, wie Phil. 11 d ἕξις ψυχῆς καὶ διάϑεσις verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. πάϑη, ἕξεις δὲ λέγω, καϑ' ἃς πρὸς τὰ πάϑη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen πρᾶξις u. ἐνέργεια, ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet ἕξις von φύσις u. ψυχή. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.
-
6 energia
-
7 δύναμις
δύναμις, εως, ἡ, (1) Vermögen, Kraft. (a) zunächst Körperkraft; εἰ ἔτι ἐν δυνάμει ἦν τοῠ πορεύεσϑαι, wenn ich noch die Kraft hätte. (b) in geistiger Beziehung: Kraft, Talent, Fertigkeit; ἡγεμονική, Geschicklichkeit; ἡ τῶν λεγόντων δ., Beredsamkeit; ἡ τῶν λόγων δ. sowohl Kraft der Rede, als Redefertigkeit. (c) allgem., Vermögen; εἰς δύναμιν, nach Vermögen, nach besten Kräften; Ggstz ὑπὲρ δύναμιν, über Vermögen. (2) Ansehen u. Einfluß im Staate, politische Macht; oft bei den Rednern; ἐν δυνάμει εἶναι, γίγνεσϑαι, in Ansehen stehen. Auch = ein obrigkeitliches Amt. (3) Heeresmacht, das Heer, die Truppen. (4) von der Arznei, die Heilkraft. Auch die Heilmittel selbst heißen δυνάμεις. (5) der Wert, Gehalt einer Münze. Dah. = die Bdtg eines Wortes; οὐκ εἰδότες, τίνα δύναμιν ἔχει ταῦτα, was dies zu bedeuten hat; τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει, hat dieselbe Bedeutung, ist gleich. Die Möglichkeit; entggstzt ἐνέργεια, ἐντελέχεια. (6) in der Mathematik das Quadrat einer Zahl, einer Linie -
8 ἕξις
См. также в других словарях:
ἐνεργεία — ἐνεργείᾱ , ἐνέργεια activity fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργείᾳ — ἐνεργείᾱͅ , ἐνέργεια activity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενέργεια — (energeia) (греч.) акт, активность, деятельность, действительность (ср. ). см. Энергия; Энтелехия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г … Философская энциклопедия
ἐνέργεια — activity fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ενέργεια — η 1. δράση, πράξη, λειτουργία που μεταβάλλει κατάσταση, η επίδραση: Η ενέργεια του φαρμάκου. 2. η προσπάθεια για επιτυχία αποτελέσματος: Άκαρπες ενέργειες. 3. εκδήλωση τάσης, διάθεσης: Εχθρική ενέργεια. 4. δύναμη σε ακμή: Ηφαίστειο σε ενέργεια. 5 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνέργειᾳ — ἐνέργειαι , ἐνέργεια activity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενέργεια απολύτου μηδενός — Η ενέργεια που οφείλεται στις ταλαντώσεις που εκτελούν τα άτομα των μορίων ενός υλικού γύρω από τη θέση ισορροπίας, στη θερμοκρασία του απολύτου μηδενός. H εξέταση αυτών των αρμονικών ταλαντωτών (άτομα) έγινε από τον Αϊνστάιν με βάση την κβαντική … Dictionary of Greek
ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… … Dictionary of Greek
ἐνεργεῖᾳ — ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐνεργεῖαι , ἐνεργέω to be in action pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατομική ενέργεια — Βλ. λ. ενέργεια (πυρηνική ενέργεια) … Dictionary of Greek