-
1 φανως
-
2 αφανως
-
3 διαφανως
-
4 εκφανως
-
5 εμφανως
ион. ἐμφᾰνέως1) явно, очевидно(φονεὺς ὤν Soph.)
2) явно, открыто(ψηφίζεσθαι Thuc.; μάχην συνάπτειν Xen.)
3) ясно, отчетливо(ἐμφανέστερον λέγειν τι Plat.)
-
6 καταφανως
-
7 οφθαλμοφανως
-
8 περιφανως
1) явно, очевидным образом, открыто(καταλύειν τέν δημοκρατίαν Arph.)
2) ясно, наглядно, воочию(ἰδεῖν τινα Soph.)
3) славно, со славой(καλὰ ἔργα ἐργάζεσθαι Plat.; ἀγωνίζεσθαι Plut.)
-
9 σταυροφανως
-
10 υπερηφανως
1) выдающимся образом, отлично(ἀγωνίζεσθαι Plut.)
2) высокомерно, надменноὑ. ἔχειν Plat. — быть высокомерным;
ὑ. προσφέρεσθαί τινι Plut. — высокомерно обращаться с кем-л.3) пышно, роскошно(ζῆν Isocr., Plat.)
См. также в других словарях:
φανῶς — φᾱνῶς , φανός 1 shining adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφανώς — Μ επίρρ. σταυροειδώς («σταυροφανῶς τανύεις παλάμας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φανῶς (< φανής < φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… … Dictionary of Greek