-
1 απαθως
-
2 αυτοπαθως
-
3 εμπαθως
страстно, взволнованно(λαβόμενος τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ καὴ πιέσας ἐ. Polyb.; ἐ. καὴ μετὰ πολλῶν δακρύων Plut.)
ἐ. προσκεῖσθαί τινι Plut. — быть страстно преданным чему-л. -
4 κακοπαθως
-
5 περιπαθως
-
6 συμπαθως
1) сочувственно, с симпатией(διακεῖσθαι πρός τινα Plut.)
2) с нежностью, с любовью(γηροβοσκεῖν τοὺς γονεῖς Plut.)
3) с состраданием(θρηνεῖν τινα Plut.)
См. также в других словарях:
ισοπαθώς — ἰσοπαθῶς (Μ) επίρρ. με ίσο πάθος, ομοιοπαθώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παθῶς < παθής < θ. παθ. (πρβλ. ἔ παθ ον τοὺ πάσχω*), πρβλ. ομοιο παθώς] … Dictionary of Greek