-
1 πόρπημα
-
2 ἐπι-πόρπημα
ἐπι-πόρπημα, τό, = ἐπιπόρπαμα, App. Pun. 8, 109.
-
3 ἐμ-πόρπημα
ἐμ-πόρπημα, τό, ein Gewand, das mit Spangen über den Schultern befestigt wird, Hesych.
-
4 περόνημα
-
5 ὄχμα
-
6 ἐμπόρπημα
ἐμ-πόρπημα, τό, ein Gewand, das mit Spangen über den Schultern befestigt wird
См. также в других словарях:
πόρπημα — ήματος, τὸ, Μ, και πόρπαμα, Α [πορπῶ, άω] ένδυμα που στερεώνεται με πόρπη αρχ. η πόρπη … Dictionary of Greek
πόρπαμα — τὸ, Α βλ. πόρπημα … Dictionary of Greek
όχμα — ὄχμα, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρπημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω* (Ι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek