Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμ-πόδισμα

См. также в других словарях:

  • πόδισμα — το, Ν [ποδίζω] προσωρινό άραγμα σε απάνεμο όρμο …   Dictionary of Greek

  • πόδισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ποδίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίδοση — η 1.η παράδοση πράγματος (και ιδίως επίσημου εγγράφου) στα χέρια κάποιου: Επίδοση διαπιστευτηρίων. 2. (από το αμτβ. επιδίδω,προκόβω, προοδεύω), προκοπή, πρόοδος: Έχει μεγάλη επίδοση στα μαθηματικά. 3. (αθλητ.), το ανώτατο όριο αθλητικής… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»