-
1 πόδισμα
το мор.1) разворот по ветру; 2) укрытие в порту, в гавани -
2 γεισι-πόδισμα
γεισι-πόδισμα, τό, das durch ein γεῖσον Gestützte, B. A. 227; Poll. 1, 71 u. 7, 120 bei Bekk. γεισηπ.
-
3 ἐμ-πόδισμα
ἐμ-πόδισμα, τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.
-
4 εμποδισμα
-
5 (εμ)πόδιση
[-ις (-εως)] η, (εμ)πόδισμα τό1) помеха, препятствие, затруднение (действие); 2) мор. невыполненный рейс -
6 (εμ)πόδιση
[-ις (-εως)] η, (εμ)πόδισμα τό1) помеха, препятствие, затруднение (действие); 2) мор. невыполненный рейс -
7 γεισιπόδισμα
γεισι-πόδισμα, das durch ein γεῖσον Gestützte -
8 ἐμπόδισμα
ἐμ-πόδισμα, τό, das Hindernis
См. также в других словарях:
πόδισμα — το, Ν [ποδίζω] προσωρινό άραγμα σε απάνεμο όρμο … Dictionary of Greek
πόδισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ποδίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίδοση — η 1.η παράδοση πράγματος (και ιδίως επίσημου εγγράφου) στα χέρια κάποιου: Επίδοση διαπιστευτηρίων. 2. (από το αμτβ. επιδίδω,προκόβω, προοδεύω), προκοπή, πρόοδος: Έχει μεγάλη επίδοση στα μαθηματικά. 3. (αθλητ.), το ανώτατο όριο αθλητικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)