-
1 εκπροθεσμος
2пропустивший срокἐ. τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν Luc. — по прошествии семидневного срока;
ἐ. τοῦ ὀφλήματος Luc. — не уплативший в срок долга;ἐ. ἔφεσις Luc. — запоздавшая апелляция;ἐκπρόθεσμα φιλοτιμήματα Luc. — запоздалые почести;ἐ. ὢν ἤδη τοῦ ἀγῶνος Luc. — будучи уже слишком стар для состязаний -
2 εμπροθεσμος
2заранее назначенный или приуроченный к определенному сроку(δίκαι καὴ ἀγῶνες Plut.)
ἐψηφίσαντο ἡμᾶς ἐμπροθέσμους ἐκπέμπειν ἐκ τῆς νήσου Luc. — они постановили, чтобы мы к определенному сроку ушли с острова
См. также в других словарях:
προθεσμός — ὁ, Α [θεσμός] φρ. «βασιλικοί προθεσμοί» βασιλικά προνόμια … Dictionary of Greek
ληξιπρόθεσμος — η, ο αυτός τού οποίου έληξε η προθεσμία («ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + πρόθεσμος (πρβλ. εκ πρόθεσμος, μακρο πρόθεσμος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
μακροπρόθεσμος — η, ο 1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο») 2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. επίρρ... μακροπρόθεσμα 1. με… … Dictionary of Greek
μεσοπρόθεσμος — η, ο αυτός που έχει μέση προθεσμία εξόφλησης ή λήξης («μεσοπρόθεσμα δάνεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πρόθεσμος (πρβλ. βραχυ πρόθεσμος)] … Dictionary of Greek
υπερπρόθεσμος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) ο εκπρόθεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πρόθεσμος (< προθεσμία), πρβλ. ἐκ πρόθεσμος] … Dictionary of Greek
παραπροθεσμώ — έω, Μ αναβάλλω κάτι πέρα από την προθεσμία, αφήνω να περάσει η ορισμένη προθεσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προθεσμῶ (< πρόθεσμος < προθεσμία)] … Dictionary of Greek