Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐμ-πρόθεσμος

См. также в других словарях:

  • προθεσμός — ὁ, Α [θεσμός] φρ. «βασιλικοί προθεσμοί» βασιλικά προνόμια …   Dictionary of Greek

  • ληξιπρόθεσμος — η, ο αυτός τού οποίου έληξε η προθεσμία («ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + πρόθεσμος (πρβλ. εκ πρόθεσμος, μακρο πρόθεσμος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • μακροπρόθεσμος — η, ο 1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο») 2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. επίρρ... μακροπρόθεσμα 1. με… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπρόθεσμος — η, ο αυτός που έχει μέση προθεσμία εξόφλησης ή λήξης («μεσοπρόθεσμα δάνεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πρόθεσμος (πρβλ. βραχυ πρόθεσμος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερπρόθεσμος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) ο εκπρόθεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πρόθεσμος (< προθεσμία), πρβλ. ἐκ πρόθεσμος] …   Dictionary of Greek

  • παραπροθεσμώ — έω, Μ αναβάλλω κάτι πέρα από την προθεσμία, αφήνω να περάσει η ορισμένη προθεσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προθεσμῶ (< πρόθεσμος < προθεσμία)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»