Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐμ-προσθίδιος

См. также в других словарях:

  • προσθίδιος — και προστίζιος, ον, Α (ποιητ. τ.) πρόσθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • προσθιδίους — προσθίδιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθίδια — προσθίδιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστίζιος — α, ον, Α βλ. προσθίδιος …   Dictionary of Greek

  • υπαπροσθίδιος — ον, Α [προσθίδιος] 1. προηγούμενος, προγενέστερος 2. πρώτος, αρχικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»