-
1 προσθίδιος
προσθίδιος, poet. = πρόσϑιος, Nonn. D. 1, 316.
-
2 ἐμ-προσθίδιος
ἐμ-προσθίδιος, = Folgdm, Apoll. Dysc. de adv. p. 567, 2.
-
3 ἐμπρόσθιος
ἐμ-πρόσθιος, u. ἐμ-προσθίδιος, der Vordere; τραύματα, in der Brust
См. также в других словарях:
προσθίδιος — και προστίζιος, ον, Α (ποιητ. τ.) πρόσθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθ ίδιος)] … Dictionary of Greek
προσθιδίους — προσθίδιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίδια — προσθίδιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίζιος — α, ον, Α βλ. προσθίδιος … Dictionary of Greek
υπαπροσθίδιος — ον, Α [προσθίδιος] 1. προηγούμενος, προγενέστερος 2. πρώτος, αρχικός … Dictionary of Greek