-
1 προ-εμ-πορεύομαι
προ-εμ-πορεύομαι, = ἐμπορεύομαι πρό (?).
-
2 παρα-πορεύομαι
παρα-πορεύομαι, nebenhergehen, Arist. H. A. 6, 24; begleiten, D. Hal. 7, 9, wie D. Sic. 18, 67: Plut. Cam. 32; vorbeigehen, λόφον, ὑφ' ὃν ἔδει παραπορευϑῆναι, Pol. 2, 27, 5; παρά τι, 3, 14, 6; auch παραπορευϑεὶς τὸν χάρακα, 3, 99, 5; Sp., wie N. T.
-
3 παρ-επι-πορεύομαι
παρ-επι-πορεύομαι, daneben, an der Seite hinzugehen, zw.
-
4 παρ-εμ-πορεύομαι
παρ-εμ-πορεύομαι, nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.
-
5 παρ-εις-πορεύομαι
παρ-εις-πορεύομαι, daneben, an der Seite oder heimlich hineingehen, Sp.
-
6 περι-πορεύομαι
περι-πορεύομαι, herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.
-
7 συμ-προ-πορεύομαι
συμ-προ-πορεύομαι, dep. pass., mit od. zugleich vorangehen, LXX.
-
8 συμ-πορεύομαι
συμ-πορεύομαι, dep. pass., mit-, zugleich, zusammengehen; συμπορεύσομαι ἐγώ, Eur. I. T. 1488; ἡ ψυχὴ συμπορευϑεῖσα ϑεῷ, Plat. Phaedr. 249 c; Xen. An. 1, 3, 5. 4, 1, 28; Sp., wie Pol., πρὸς ἀλλήλους εἰς σύλλογον, 5, 75, 1, u. A.; von fleischlichem Umgange, Plut. Lyc. 15.
-
9 συν-εκ-πορεύομαι
συν-εκ-πορεύομαι, dep. pass., mit oder zugleich ausgehen, Sp.
-
10 συν-εις-πορεύομαι
συν-εις-πορεύομαι, dep. pass., mit oder zugleich hineingehen, Sp.
-
11 κατα-πορεύομαι
κατα-πορεύομαι, dep. pass, herabkommen, bes. wie κατέρχομαι, aus der Verbannung zurückkehren, Pol. 4, 17, 8 u. öfter.
-
12 μετα-πορεύομαι
μετα-πορεύομαι, Dep. pass., 1) sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, Plat. Legg. X, 904 c. – 2) nachgehen, τὴν ἀρχήν, ambire, sich um das Amt bewerben, Pol. 10, 4, 2; bes. feindlich verfolgen, nachsetzen, rächen, ἔχϑραν μεταπορευόμενος, Lys. 31, 2; τὰ ἀδικήματα, τὴν ἀσέβειαν, Pol. 2, 8, 10. 58, 11 u. öfter; auch mit dem acc. der Person, bestrafen, 1, 88, 9.
-
13 δι-εκ-πορεύομαι
δι-εκ-πορεύομαι, heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.
-
14 ἀπο-πορεύομαι
ἀπο-πορεύομαι, dep. pass., abreisen, abmarschiren, bes. nach Hause zurück, Xen. Hell. 4, 8, 35 u. öfter; Pol. 25, 8.
-
15 ἀντι-παρα-πορεύομαι
ἀντι-παρα-πορεύομαι, = ἀντιπαράγω, Pol. 5, 7.
-
16 ἀντι-πορεύομαι
ἀντι-πορεύομαι, entgegen-, ebenfalls marschiren, Xen. Hell. 7, 3, 5 u. Sp.
-
17 ἀνα-πορεύομαι
ἀνα-πορεύομαι, dep pass., hinaufmarschiren.
-
18 ἐπι-πορεύομαι
ἐπι-πορεύομαι, mit dem aor. pass., wohin, worüber gehen, durchreisen, bes. vom Heere, durchmarschiren; τοῖς ἀγροῖς Plut. Lyc. 28; τὴν οἰκουμένην 30; τὴν Βοιωτίαν ἀπολέμως Flamin. 6; oft bei Pol., ἐπὶ τὸ πλῆϑος, gegen, 4, 9, 2; a. Sp. – Auch übtr., durchgehen, überlegen, τῇ διανοίᾳ, τῇ ὄψει, Plut.
-
19 ἐπ-εις-πορεύομαι
ἐπ-εις-πορεύομαι, darauf einwandern, LXX.
-
20 ἐμ-πορεύομαι
ἐμ-πορεύομαι, dep. pass., hineingehen, -reisen, marschiren; ξένην ἐπὶ γαῖαν Soph. O. R. 456; ποῖ δ' ἐμπορεύει, wo gehst du hin? El. 397; oft absolut, eine Reise machen, Epicharm. bei Ath. III, 91 c; εἰς ἰατρικήν, um die Heilkunde zu erlernen, Hippocr.; bes. χρηματισμοῦ χάριν, Plat. Legg. XII, 952 e; dah. übh. Handelsmann sein, Handel treiben, μήτε χρηματίζεσϑαι, μήτε ἐμπ. (Handel u. Wandel), 943 a, wie Thuc. 7, 13 u. A. (in dieser Bdtg von ἔμπορος abgeleitet, u. mit aor. med., vgl. Ath. III, 90 e u. Plat. Ep. unten); ὁ Φοίνιξ ἐνεπορεύετο Luc. Icaromen. 16. Auch = Waaren einführen, ἐμπορίαν ἐμπορευσάμενος Plat. Ep. II, 313 e; γλαῠκας Luc. Nigr. 1; ὠφελείας, Gewinn machen, Dion. Hal. 6, 86; a. Sp.; Ἀσπασία ἐνεπορεύετο πλήϑη γυναικῶν, machte damit Geschäfte, Ath. XIII, 569 f; dah. kaufmännisch handeln, betrügen, N. T Diese Bdtg hat auch das act. bei Pol. 38, 4, 5.
См. также в других словарях:
πορεύομαι — πορεύομαι, πορεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πορεύομαι — ΝΜΑ βλ. πορεύω … Dictionary of Greek
πορεύομαι — πορεύτηκα, πορεμένος 1. βαδίζω, μεταβαίνω, οδεύω, οδοιπορώ. 2. πορίζομαι, εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή: Πορευόμαστε μόνο με τη μικρή σύνταξη. – Και τα ορφανά πορεύονται κι η χήρα κυβερνιέται (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορεύομαι — πορεύω make to go pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχτοκοπώ — πορεύομαι, περιπλανιέμαι τη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορεύομ' — πορεύομαι , πορεύω make to go pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek
υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από … Dictionary of Greek
μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… … Dictionary of Greek