Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμ-μενετικός

См. также в других словарях:

  • μενετικός — μενετικός, ή, όν (Α) [μενετός] 1. αυτός που μένει σταθερός σε κάτι, υπομονητικός, καρτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μενετικόν η υπομονή, η καρτερικότητα, η σταθερότητα …   Dictionary of Greek

  • μενετικός — long suffering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενετικόν — μενετικός long suffering masc acc sg μενετικός long suffering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»